-
1 ἱερά
ἱερά, ἡ, a kind ofII a name for many medicines in the Greek pharmacopoeia, Gal.13.126, al.; of a plaster, ib.778; esp. of aloes, Id.6.354;ἱερὰ πικρά Id.13.129
. -
2 πίκρα
πίκρα, ἡ, an
См. также в других словарях:
jirapliega — (Del gr. hiera pikra, amarga santa.) ► sustantivo femenino FARMACIA Preparación farmacéutica compuesta de acíbar, miel clarificada y otros ingredientes. * * * jirapliega (del b. lat. «girapigra», del gr. «hierá», santa, y «pikrá», amarga) f. Farm … Enciclopedia Universal
Αχέρων — Ονομασία τριών ποταμών. 1. Ποταμός της Ηπείρου (κοινώς, Μαυροπόταμος ή Φαναριώτικος), ο οποίος περιβάλλεται από πλούσια μυθική παράδοση σχετική με τους νεκρούς και τον Άδη. Πηγάζει από τα όρη του Σουλίου και εκβάλλει στο Ιόνιο, στον κόλπο του… … Dictionary of Greek
Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… … Dictionary of Greek
jirapliega — (Del b. lat. girapigra, y este del gr. ἱερά, santa, y πικρά, amarga). f. Med. Electuario purgante compuesto de acíbar, miel clarificada y otros ingredientes … Diccionario de la lengua española